- νιόσπαρτος
- -η, -οαυτός που σπάρθηκε πρόσφατα, ο φρεσκοσπαρμένος: Το κοπάδι πέρασε μέσα από το νιόσπαρτο χωράφι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νιόσπαρτος — η, ο αυτός που έχει σπαρθεί πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νιο * + σπαρτός (< σπέρνω)] … Dictionary of Greek
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek